καταπαντού

καταπαντού
καταπαντοῡ (Μ)
επίρρ.
1. προς όλες τις κατευθύνσεις, παντού
2. από όλα τα μέρη, από παντού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”